υαλοειδίτιδα

υαλοειδίτιδα
η, Ν
ιατρ. βαριά φλεγμονή τού υαλοειδούς σώματος τού οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaloiditis < hyaloid (< ὑαλοειδής) + κατάλ. -itis (< -ῖτις/-ίτιδα*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υαλίτιδα — η / ὑαλῑτις, ίτιδος, ΝΑ, και ὑελῑτις Α νεοελλ. ιατρ. υαλοειδίτιδα αρχ. ύλη κατάλληλη για την παρασκευή υάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”